pervert: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→Ουσιαστικό: ερωτικά ανώμαλος: η κοινωνία αλλάζει ορισμούς (παλιά θεωρούνταν από τις αρχές και οι ομοφυλόφιλοι, τώρα μόνο ως γνώμη ισχύει αυτό) Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ουσιαστικό|en}}=== |
==={{ουσιαστικό|en}}=== |
||
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
||
* |
* (''υποτιμητικό'') άνθρωπος [[διεστραμμένος]], [[ανώμαλος]] σεξουαλικά |
||
==={{σημειώσεις}}=== |
|||
Το ακριβές περιεχόμενο του όρου είναι κοινωνικά καθορισμένο και μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον τόπο και την εποχή |
|||
==={{ρήμα|en}}=== |
==={{ρήμα|en}}=== |
Τελευταία αναθεώρηση της 21:29, 13 Μαρτίου 2019
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pervert (en)
- (υποτιμητικό) άνθρωπος διεστραμμένος, ανώμαλος σεξουαλικά
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Το ακριβές περιεχόμενο του όρου είναι κοινωνικά καθορισμένο και μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον τόπο και την εποχή
Ρήμα[επεξεργασία]
pervert (en)
- διαφθείρω
- διαστρέφω, εκμαυλίζω
- (αμετάβατο) γίνομαι διεστραμμένος, διαφθείρομαι