αυλή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
|||
Γραμμή 67: | Γραμμή 67: | ||
{{μτφ-αρχή|η αυλή ενός ηγεμόνα}} |
{{μτφ-αρχή|η αυλή ενός ηγεμόνα}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|court}} |
* {{en}} : {{τ|en|court}} |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|cour}} |
|||
{{μτφ-μέση}} |
{{μτφ-μέση}} |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
Αναθεώρηση της 16:52, 19 Μαρτίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυλή | οι | αυλές |
γενική | της | αυλής | των | αυλών |
αιτιατική | την | αυλή | τις | αυλές |
κλητική | αυλή | αυλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αυλή < αρχαία ελληνική αὐλή
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αυλή θηλυκό
- υπαίθριος περιφραγμένος χώρος που ανήκει σε ένα σπίτι-κτήριο
- το σύνολο των αυλικών, των αξιωματούχων και συμβούλων που πλαισιώνουν έναν ηγεμόνα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ο υπαίθριος χώρος ενός σπιτιού