πάτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) μ Ανάκληση των αλλαγών 83.212.129.165 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Svlioras Ετικέτα: Επαναφορά |
||
Γραμμή 9: | Γραμμή 9: | ||
# ο [[βυθός]] |
# ο [[βυθός]] |
||
# {{μτφρ}} η πλήρης αποτυχία |
# {{μτφρ}} η πλήρης αποτυχία |
||
# ο [[πισινός]], ο [[κώλος]] |
|||
# το βαθύτερο σημείο του κόλπου της γυναίκας |
|||
# ένα πρόσθετο κομμάτι από μαλακό υλικό που προστίθεται ανάμεσα στο πέλμα και το παπούτσι |
# ένα πρόσθετο κομμάτι από μαλακό υλικό που προστίθεται ανάμεσα στο πέλμα και το παπούτσι |
||
Αναθεώρηση της 13:40, 24 Μαρτίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πάτος < αρχαία ελληνική πάτος
Ουσιαστικό
πάτος
- ο πυθμένας
- ο βυθός
- (μεταφορικά) η πλήρης αποτυχία
- ο πισινός, ο κώλος
- ένα πρόσθετο κομμάτι από μαλακό υλικό που προστίθεται ανάμεσα στο πέλμα και το παπούτσι
Μεταφράσεις
πάτος
χαμηλότατη, κατώτατη ή χείριστη θέση
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
πάτος αρσενικό
- ο δρόμος που έχει πατηθεί, η πεπατημένη οδός
- (μεταφορικά) αυτό που γίνεται συνήθως, η πεπατημένη
- αυτό που κάποιος αποπατεί, το αποπάτημα, η κοπριά
Αναφορές
- Ησύχιος: πάτος: ἡ πεπατημένη καὶ λεωφόρος ὁδός - καὶ κόπρος
- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883