πάτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
μ Ανάκληση των αλλαγών 83.212.129.165 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Svlioras
Ετικέτα: Επαναφορά
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
# ο [[βυθός]]
# ο [[βυθός]]
# {{μτφρ}} η πλήρης αποτυχία
# {{μτφρ}} η πλήρης αποτυχία
# ο [[πισινός]], ο [[κώλος]]
# το βαθύτερο σημείο του κόλπου της γυναίκας
# ένα πρόσθετο κομμάτι από μαλακό υλικό που προστίθεται ανάμεσα στο πέλμα και το παπούτσι
# ένα πρόσθετο κομμάτι από μαλακό υλικό που προστίθεται ανάμεσα στο πέλμα και το παπούτσι



Αναθεώρηση της 13:40, 24 Μαρτίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

Ετυμολογία

πάτος < αρχαία ελληνική πάτος

Ουσιαστικό

πάτος

  1. ο πυθμένας
  2. ο βυθός
  3. (μεταφορικά) η πλήρης αποτυχία
  4. ο πισινός, ο κώλος
  5. ένα πρόσθετο κομμάτι από μαλακό υλικό που προστίθεται ανάμεσα στο πέλμα και το παπούτσι

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

πάτος αρσενικό

  1. ο δρόμος που έχει πατηθεί, η πεπατημένη οδός
  2. αυτό που κάποιος αποπατεί, το αποπάτημα, η κοπριά

Αναφορές

  • Ησύχιος: πάτος: ἡ πεπατημένη καὶ λεωφόρος ὁδός - καὶ κόπρος
  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883