άβυσσος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:587:A01C:9E00:EDC6:9E45:CE17:F7EA (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Flubot
Ετικέτα: Επαναφορά
+εκφρ
Γραμμή 25: Γραμμή 25:
* [[αβυσσαλέος]]
* [[αβυσσαλέος]]
* [[αβυσσώδης]]
* [[αβυσσώδης]]

===={{εκφράσεις}}====
* '''στο [[χείλος]] της αβύσσου'''


===={{σύνθετα}}====
===={{σύνθετα}}====

Αναθεώρηση της 17:51, 7 Απριλίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'έρημος'

Ετυμολογία

άβυσσος αρχαία ελληνική ἄβυσσος < ἄβυσσος (επίθετο) < α- (στερητικό) + βυσσός (βυθός)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

άβυσσος θηλυκό

  1. μεγάλο ωκεάνιο βάθος και, ειδικότερα, εκείνο μέχρι του οποίου δεν φθάνει το ηλιακό φως
    • (γενικότερα) μεγάλο και απότομο βάθος σε υδάτινη (λίμνη, ποτάμι) ή γήινη επιφάνεια (φαράγγι, γκρεμός, βάραθρο κ.ο.κ.)
  2. Πρότυπο:φυσ η φερώνυμη αβυσσική, θαλάσσια ζώνη
  3. (συνεκδοχικά) η θάλασσα
    ...και σκότος ήν επάνω της αβύσσου... (Γένεσις 1,2)
  4. ο οποιοσδήποτε -τεραστίου μεγέθους- ανεξερεύνητος χώρος
    η άβυσσος του σύμπαντος
  5. (μεταφορικά) μεγάλη ποσότητα ή μεγάλη διαφορά
    τρώει την άβυσσο
    με αυτόν, μας χωρίζει άβυσσος
  6. (μεταφορικά) το πιο βαθύ σημείο της ψυχής, της καρδιάς
    άβυσσος η ψυχή των ανθρώπων

Συγγενικά

Εκφράσεις

Σύνθετα

Μεταφράσεις