ζαχαροκάντιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ μετατροπή {{ετυμ|ine-pro}} |
|||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{el-κλίσ-'πεύκο'}} |
{{el-κλίσ-'πεύκο'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ζάχαρη]]<ref>< {{ετυμ gkm|EL}} [[ζάχαρις]] < {{ετυμ grc-koi|EL}} [[σάκχαρις]] < {{ετυμ ar}} [[سكر]] (súkkar) < {{ετυμ fa}} [[شکر]] (šakar) < {{ετυμ hi}} [[शर्करा]] (śarkarā) < {{ετυμ sa}} [[शर्करा]] (śarkarā) < {{ετυμ |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ζάχαρη]]<ref>< {{ετυμ gkm|EL}} [[ζάχαρις]] < {{ετυμ grc-koi|EL}} [[σάκχαρις]] < {{ετυμ ar}} [[سكر]] (súkkar) < {{ετυμ fa}} [[شکر]] (šakar) < {{ετυμ hi}} [[शर्करा]] (śarkarā) < {{ετυμ sa}} [[शर्करा]] (śarkarā) < {{ετυμ|ine-pro}} *''ḱorkeh''- ([[άμμος]], [[πέτρα]])</ref> + [[-ο-]] + [[κάντιο]]<ref>{{ετυμ gkm|EL}} {{λ|κάντιο|grc}}(ν) < {{ετυμ it}} [[candi]] < {{ετυμ ar}} [[قندي]] (qandiyy) < [[قند]] (qand: [[κύβος]] [[ζάχαρη]]ς) < {{ετυμ fa}} [[کند]] (kand) < {{ετυμ sa}} [[खण्ड]] (khaṇḍa) < [[खण्ड्]] (khaṇḍ: [[χωρίζω]], [[σπάω]] σε [[κομματάκι]]α)</ref> |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
Αναθεώρηση της 21:11, 27 Απριλίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ζαχαροκάντιο ουδέτερο
- Πρότυπο:γαστρον άλλη μορφή του κάντιο: κρυσταλλική ζάχαρη (που παράγεται μετά από επεξεργασία ζαχαροκάλαμου)
- Άγιος Βασίλης έρχεται / (και δεν μας καταδέχεται) / από την Καισαρεία / (συ είσαι αρχόντισσα κυρία). / Βαστάει εικόνα και χαρτί / (ζαχαροκαντιο-ζυμωτή), / χαρτί και καλαμάρι / (δες κι εμέ το παλικάρι.)
Μεταφράσεις
ζαχαροκάντιο
|
- ↑ < Πρότυπο:ετυμ gkm ζάχαρις < Πρότυπο:ετυμ grc-koi σάκχαρις < Πρότυπο:ετυμ ar سكر (súkkar) < Πρότυπο:ετυμ fa شکر (šakar) < Πρότυπο:ετυμ hi शर्करा (śarkarā) < Πρότυπο:ετυμ sa शर्करा (śarkarā) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱorkeh- (άμμος, πέτρα)
- ↑ Πρότυπο:ετυμ gkm κάντιο(ν) < Πρότυπο:ετυμ it candi < Πρότυπο:ετυμ ar قندي (qandiyy) < قند (qand: κύβος ζάχαρης) < Πρότυπο:ετυμ fa کند (kand) < Πρότυπο:ετυμ sa खण्ड (khaṇḍa) < खण्ड् (khaṇḍ: χωρίζω, σπάω σε κομματάκια)