μπερζέρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: {{δείτε|μπρεζέρα}} =={{-el-}}== thumb|δύο μπερζέρες {{el-κλίσ-'πείνα'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{... |
μ μετατροπή {{ετυμ|ine-pro}} |
||
Γραμμή 4: | Γραμμή 4: | ||
{{el-κλίσ-'πείνα'}} |
{{el-κλίσ-'πείνα'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ fr}} [[bergère]] ([[βοσκοπούλα]]), {{θηλ του|berger}} ([[βοσκός]]) < {{fro}} bergier < {{ετυμ δημ la}} *''vervecārius'' / birbicārius / berbicārius) < {{ετυμ la}} [[vervex]] < {{ετυμ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ fr}} [[bergère]] ([[βοσκοπούλα]]), {{θηλ του|berger}} ([[βοσκός]]) < {{fro}} bergier < {{ετυμ δημ la}} *''vervecārius'' / birbicārius / berbicārius) < {{ετυμ la}} [[vervex]] < {{ετυμ|ine-pro}} *''wr̥h₁ḗn'' ({{λ|ἀρήν|grc}}) |
||
::Η γαλλική λέξη ονομάστηκε [[bergère]] ([[βοσκοπούλα]]), γιατί οι πρώτες μπερζέρες είχαν στην [[ταπετσαρία]] τους [[ποιμενικά]] [[μοτίβα]] |
::Η γαλλική λέξη ονομάστηκε [[bergère]] ([[βοσκοπούλα]]), γιατί οι πρώτες μπερζέρες είχαν στην [[ταπετσαρία]] τους [[ποιμενικά]] [[μοτίβα]] |
||
Αναθεώρηση της 21:12, 27 Απριλίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπερζέρα | οι | μπερζέρες |
γενική | της | μπερζέρας | — | |
αιτιατική | την | μπερζέρα | τις | μπερζέρες |
κλητική | μπερζέρα | μπερζέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- μπερζέρα < γαλλική bergère (βοσκοπούλα), θηλυκό του berger (βοσκός) < παλαιά γαλλικά bergier < Πρότυπο:ετυμ δημ la *vervecārius / birbicārius / berbicārius) < Πρότυπο:ετυμ la vervex < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wr̥h₁ḗn (ἀρήν)
- Η γαλλική λέξη ονομάστηκε bergère (βοσκοπούλα), γιατί οι πρώτες μπερζέρες είχαν στην ταπετσαρία τους ποιμενικά μοτίβα
Ουσιαστικό
μπερζέρα θηλυκό
- είδος πολυθρόνας με ψηλή πλάτη
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)