ψωμί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Anadelph2 (συζήτηση | συνεισφορές)
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017
Γραμμή 22: Γραμμή 22:


===={{σύνθετα}}====
===={{σύνθετα}}====
{{((}}
* [[ελιόψωμο]]
* [[κριθαρόψωμο]]
* [[λαδόψωμο]]
* [[λαμπρόψωμο]]
* [[ξερόψωμο]]
* [[σταφιδόψωμο]]
* [[τηγανόψωμο]]
* [[τυρόψωμο]]
* [[χαρουπόψωμο]]
* [[χριστόψωμο]]
* [[ψωμοζήτης]]
* [[ψωμοζήτης]]
* [[ψωμοζητώ]]
* [[ψωμοζητώ]]
* [[ψωμοζώ]]
* [[ψωμοζώ]]
* [[ψωμόλυσσα]]
* [[ψωμόλυσσα]]
* [[ψωμοπάτης]]
* [[ψωμοτρώγω]]
* [[ψωμοτρώγω]]
* [[ψωμοτύρι]]
* [[ψωμοτύρι]]
* [[ψωμοφάγος]]
* [[ψωμοφάγος]]
{{))}}


===={{σημειώσεις}}====
===={{σημειώσεις}}====

Αναθεώρηση της 09:39, 1 Μαΐου 2019

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψωμί τα ψωμιά
      γενική του ψωμιού των ψωμιών
    αιτιατική το ψωμί τα ψωμιά
     κλητική ψωμί ψωμιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψωμί < μεσαιωνική ελληνική ψωμίν < ψωμίον (κομματάκι) < αρχαία ελληνική ψωμός < ψώω (τρίβω)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

ποικιλίες ψωμιού

ψωμί ουδέτερο

  1. είδος φαγητού που φτιάχνεται από αλεύρι, νερό και άλλα υλικά, και ψήνεται σε φούρνο, ο άρτος
    δεν ζει κανείς μόνο με ψωμί και νερό!
  2. το μεροκάματο
    δουλεύει για να βγάλει το ψωμί του.

Συγγενικά

Σύνθετα

Σημειώσεις

  • (λαϊκότροπο): η λέξη ψωμί (και παράγωγά της) χρησιμοποιείται σε γενική έννοια, αντί άρτος, δεν υφίσταται καμία διάταξη ή νόμος που να προσδιορίζει τη λέξη "ψωμί", ούτε πινακίδα καταστήματος με τη λέξη ψωμάδικο, αλλά ούτε και επαγγελματίας του είδους που να δέχεται τον όρο ψωμάς.

Εκφράσεις

  • Ψωμί δεν έχουμε, τυρί ζητάμε

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις