μηδέν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{αριθμητικό|el}}: typo |
→{{βλέπε}}: + τα ψηφία |
||
Γραμμή 20: | Γραμμή 20: | ||
===={{βλέπε}}==== |
===={{βλέπε}}==== |
||
* σύμβολο [[0]] |
* σύμβολο [[0]] |
||
* τα ψηφία: [[0]] [[1]] [[2]] [[3]] [[4]] [[5]] [[6]] [[7]] [[8]] [[9]] |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
Αναθεώρηση της 10:46, 3 Ιουνίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μηδέν < αρχαία ελληνική μηδὲ + ἕν
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Αριθμητικό
μηδέν και μηδενικό
- αριθμός που δείχνει την ανυπαρξία οποιασδήποτε ποσότητας.
- Πρότυπο:μαθ (δεκαδικό σύστημα) Αριθμός που δεν έχει αξία ο ίδιος αλλά που δίνει αξία δέκα φορές μεγαλύτερη στους αριθμούς που βρίσκονται στα αριστερά του.
- Είκοσι γράφεται με ένα δυάρι που ακολουθείται από ένα μηδέν.
- Ένα τεσσάρι μαζί με τρία μηδενικά διαβάζεται τέσσερις χιλιάδες.
- (μεταφορικά) Λέγεται για κάποιον ανίκανο, που δεν αξίζει τίποτα.
- Είναι ένα μηδἐν
- (σχολική βαθμολογία) Σχολικός βαθμός που υποδηλώνει έναν κακό μαθητή.
- Πρότυπο:φυσ Σε μερικές κλίμακες, δείχνει την θερμοκρασία στην οποία λιώνει ο πάγος.
- Η θερμοκρασία έπεσε στο μηδέν, κάτω από το μηδέν.
Δείτε επίσης
Συγγενικά
- μηδενικό
- μηδενίζω
- μηδενικός
- μηδένιση
- μηδενισμός
- μηδενικότητα
- μηδενιστής, μηδενίστρια
- μηδενιστικός
- εκμηδένιση
- εκμηδενισμός
- εκμηδενίζω
- εκμηδενιστής
Συνώνυμα
Ανίκανος, ανάξιος
Κακός βαθμός
Μεταφράσεις
μηδέν
|