προηγούμενος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ety+ // +ουσιαστικό // σημειώσεις στις κλίσεις
+ΑΡΧ
Γραμμή 103: Γραμμή 103:
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


----

=={{-grc-}}==
{{grc-β-κλισ-λίθινος|προηγούμεν|προηγουμέν}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < μετοχή ενεστώτα του [[αποθετικό|αποθετικού]] ρήματος [[προηγέομαι]] / [[προηγοῦμαι]]

==={{μετοχή|grc}}===
'''{{PAGENAME}}'''
# {{λ|προηγούμενος|el}}, [[προπορευόμενος]]
#: ''το '''προηγούμενον''' στράτευμα'': η [[εμπροσθοφυλακή]]
# βασική αρχή που οδηγεί τη σκέψη
#: '''κατά '''προηγούμενον''' λόγον'''
#: '''''προηγούμενον''' θεώρημα''

==={{πηγές}}===
* {{Β:Λίντελ|προηγέομαι}}
* {{Β:ΛΟΓΕΙΟΝ|προηγέομαι}}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 15:52, 14 Ιουνίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προηγούμενος η προηγούμενη το προηγούμενο
      γενική του προηγούμενου της προηγούμενης του προηγούμενου
    αιτιατική τον προηγούμενο την προηγούμενη το προηγούμενο
     κλητική προηγούμενε προηγούμενη προηγούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προηγούμενοι οι προηγούμενες τα προηγούμενα
      γενική των προηγούμενων των προηγούμενων των προηγούμενων
    αιτιατική τους προηγούμενους τις προηγούμενες τα προηγούμενα
     κλητική προηγούμενοι προηγούμενες προηγούμενα
Οι λόγιοι τύποι με αναβιβασμό τόνου, συνηθίζονται στις ουσιαστικοποιημένες μορφές:
του προηγουμένου, η προηγουμένη, της προηγούμένης,
των προηγουμένων, τους προηγουμένους
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προηγούμενος < μετοχή ενεστώτα του παθητικού αποθετικού ρήματος προηγούμαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προηγούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προηγέομαι / προηγοῦμαι
για το ουσιαστικό < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Μετοχή

προηγούμενος αρσενικό (προηγούμενη θηλυκό, προηγούμενο ουδέτερο)

  1. που συνέβη ή υπήρξε ή έκανε κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο
     συνώνυμα: προγενέστερος, πρωτύτερος
    ο προηγούμενος ομιλητής, τα προηγούμενα χρόνια, το προηγούμενο βιβλίο του
  2. που προηγείται, που βρίσκεται μπροστά από κάποιον ή κάτι άλλο

Συγγενικά

Ουσιαστικό

Πρότυπο:el-κλίσ-'άγγελος' προηγούμενος

  • αυτός που προηγείται
    ο προηγούμενος να φύγει και να περάσει ο επόμενος


Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-β-κλισ-λίθινος

Ετυμολογία

προηγούμενος < μετοχή ενεστώτα του αποθετικού ρήματος προηγέομαι / προηγοῦμαι

Μετοχή

προηγούμενος

  1. προηγούμενος, προπορευόμενος
    το προηγούμενον στράτευμα: η εμπροσθοφυλακή
  2. βασική αρχή που οδηγεί τη σκέψη
    κατά προηγούμενον λόγον
    προηγούμενον θεώρημα

Πηγές