κατατόπι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 19: | Γραμμή 19: | ||
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|coins}},{{τ|fr|alentours}} |
|||
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 04:09, 27 Ιουνίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατατόπι | τα | κατατόπια |
γενική | του | κατατοπιού | των | κατατοπιών |
αιτιατική | το | κατατόπι | τα | κατατόπια |
κλητική | κατατόπι | κατατόπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- κατατόπι < μεσαιωνική ελληνική κατατόπι < έκφραση κατά τόπον
Ουσιαστικό
κατατόπι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (συνήθως στον πληθυντικό: κατατόπια) τοποθεσία (συχνά σε σχέση με γνώση τοπογραφίας περιοχής)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κατατοπίζω, κατά και τόπος