υπόκοσμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{μεταφράσεις}}: τυπο (κενά) |
→{{μεταφράσεις}}: FR -milieu |
||
Γραμμή 20: | Γραμμή 20: | ||
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|pègre |
* {{fr}} : {{τ|fr|pègre}} |
||
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 12:13, 27 Ιουνίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υπόκοσμος | οι | υπόκοσμοι |
γενική | του | υπόκοσμου & υποκόσμου |
των | υπόκοσμων & υποκόσμων |
αιτιατική | τον | υπόκοσμο | τους | υπόκοσμους & υποκόσμους |
κλητική | υπόκοσμε | υπόκοσμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- υπόκοσμος < υπό + κόσμος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική underworld)
Ουσιαστικό
υπόκοσμος αρσενικό
- ο κόσμος που λειτουργεί με παραβατική ή παράνομη συμπεριφορά, συνήθως ζώντας στο περιθώριο της κοινωνίας
- (λαϊκότροπο) άνθρωπος του υποκόσμου
- Πρότυπο:φυσ, Πρότυπο:αστροφ υποσύμπαν