αναστάτωση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 21: | Γραμμή 21: | ||
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|dérangement}}, {{τ|fr|pagaille}}, {{τ|fr|désordre}}, {{τ|fr|bouleversement}}, |
* {{fr}} : {{τ|fr|dérangement}}, {{τ|fr|pagaille}}, {{τ|fr|désordre}}, {{τ|fr|bouleversement}}, {{τ|fr|chambardement}}, {{τ|fr|trouble}}, {{τ|fr|émoi}} |
||
{{τ|fr|chambardement}}, {{τ|fr|trouble}}, {{τ|fr|émoi}} |
|||
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 16:17, 7 Ιουλίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
ΛΑΘΟΣ ΚΛΙΣΗ. Για προπαροξύτονα θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε την {{el-κλίση-'δύναμη'}} ή την {{el-κλίση-'παγκοσμιοποίηση'}}
Ετυμολογία
- αναστάτωση < (ελληνιστική κοινή) ἀναστατόω ή αρχαία ελληνική ἀναστάτωσις
Ουσιαστικό
αναστάτωση θηλυκό (πιο δόκιμος ο ενικός)
- αναταραχή, ταραχή, κομφούζιο, προβληματική λειτουργία σε μηχανισμούς με οργανωμένο χρονοδιάγραμμα
- 'Μετά τη φάρσα για βόμβα επακολούθησε μια αναστάτωση καθώς κανένας μας δεν ήξερε πότε θα απογειωθούν τα αεροπλάνα
- Εξαιτίας της απεργίας προκλήθηκε αναστάτωση σε όλα τα δρομολόγια
- λαχτάρα, ερωτικός ή συναισθηματικός ξεσηκωμός
- Οταν με πλησιάζει αυτό το κορίτσι, νιώθω μια γλυκειά αναστάτωση
Μεταφράσεις
αναστάτωση