αποικοδομώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{δείτε|ἀποικοδομῶ}} |
|||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[από]] + [[οικοδομώ]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[από]] + [[οικοδομώ]] < {{μτφδ|de|el|abbauen}} |
||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
Γραμμή 16: | Γραμμή 17: | ||
*[[αποικοδομήσιμος]] |
*[[αποικοδομήσιμος]] |
||
*[[βιοαποικοδομήσιμος]] |
*[[βιοαποικοδομήσιμος]] |
||
*{{βλ |
*{{βλ|οικοδομώ}} |
||
===={{κλίση}}==== |
===={{κλίση}}==== |
Αναθεώρηση της 12:35, 16 Αυγούστου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποικοδομώ < από + οικοδομώ < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική abbauen
Ρήμα
αποικοδομώ (παθητική φωνή: αποικοδομούμαι)
- Πρότυπο:χημ διασπώ μια οργανική ουσία, ώστε τα συστατικά που θα προκύψουν να απορροφηθούν από το περιβάλλον
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αποικοδομημένος
- αποικοδόμηση
- αποικοδομήσιμος
- βιοαποικοδομήσιμος
- → δείτε τη λέξη οικοδομώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποικοδομώ | αποικοδομούσα | θα αποικοδομώ | να αποικοδομώ | αποικοδομώντας | |
β' ενικ. | αποικοδομείς | αποικοδομούσες | θα αποικοδομείς | να αποικοδομείς | (αποικοδόμει) | |
γ' ενικ. | αποικοδομεί | αποικοδομούσε | θα αποικοδομεί | να αποικοδομεί | ||
α' πληθ. | αποικοδομούμε | αποικοδομούσαμε | θα αποικοδομούμε | να αποικοδομούμε | ||
β' πληθ. | αποικοδομείτε | αποικοδομούσατε | θα αποικοδομείτε | να αποικοδομείτε | αποικοδομείτε | |
γ' πληθ. | αποικοδομούν(ε) | αποικοδομούσαν(ε) | θα αποικοδομούν(ε) | να αποικοδομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποικοδόμησα | θα αποικοδομήσω | να αποικοδομήσω | αποικοδομήσει | ||
β' ενικ. | αποικοδόμησες | θα αποικοδομήσεις | να αποικοδομήσεις | αποικοδόμησε | ||
γ' ενικ. | αποικοδόμησε | θα αποικοδομήσει | να αποικοδομήσει | |||
α' πληθ. | αποικοδομήσαμε | θα αποικοδομήσουμε | να αποικοδομήσουμε | |||
β' πληθ. | αποικοδομήσατε | θα αποικοδομήσετε | να αποικοδομήσετε | αποικοδομήστε | ||
γ' πληθ. | αποικοδόμησαν αποικοδομήσαν(ε) |
θα αποικοδομήσουν(ε) | να αποικοδομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποικοδομήσει | είχα αποικοδομήσει | θα έχω αποικοδομήσει | να έχω αποικοδομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποικοδομήσει | είχες αποικοδομήσει | θα έχεις αποικοδομήσει | να έχεις αποικοδομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποικοδομήσει | είχε αποικοδομήσει | θα έχει αποικοδομήσει | να έχει αποικοδομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποικοδομήσει | είχαμε αποικοδομήσει | θα έχουμε αποικοδομήσει | να έχουμε αποικοδομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποικοδομήσει | είχατε αποικοδομήσει | θα έχετε αποικοδομήσει | να έχετε αποικοδομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποικοδομήσει | είχαν αποικοδομήσει | θα έχουν αποικοδομήσει | να έχουν αποικοδομήσει |
|
Μεταφράσεις
αποικοδομώ