εξάπτομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του εξάπτω → {{παθ|εξάπτω}} με τη χρήση AWB |
|||
Γραμμή 36: | Γραμμή 36: | ||
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fr}} : s'{{τ|fr|exciter}}, s'{{τ|fr|énerver}} |
|||
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{yi}} : {{τ|yi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{yi}} : {{τ|yi|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 17:47, 19 Αυγούστου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξάπτομαι < παθητική φωνή του ρήματος εξάπτω
Ρήμα
εξάπτομαι , στ.μέλλ.: θα εξαφθώ, αόρ.: εξάφθηκα, μτχ.π.π.: εξημμένος
- με εξάπτουν
- με αυτές τις διηγήσεις εξάφθηκε η φαντασία του
- θυμώνω, νευριάζω, "ανάβω"
- μην εξάπτεσαι, θα σου τα εξηγήσω όλα!