ένωση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
{ετυμ} Ετυ χωρίς αντιστοίχιση στην αρίθμηση, γιατί ίσως κάποτε αλλάξει. |
|||
Γραμμή 32: | Γραμμή 32: | ||
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|union}} |
* {{fr}} : 1.2. {{τ|fr|union}} 3. {{τ|fr|composé}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|Vereinigung}}, {{τ|de|Union}} |
* {{de}} : {{τ|de|Vereinigung}}, {{τ|de|Union}} |
||
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 13:17, 25 Αυγούστου 2019
Νέα ελληνικά (el)
ΛΑΘΟΣ ΚΛΙΣΗ. Για προπαροξύτονα θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε την {{el-κλίση-'δύναμη'}} ή την {{el-κλίση-'παγκοσμιοποίηση'}}
Ετυμολογία
- ένωση < αρχαία ελληνική ἕνωσις < ἑνόω / ἑνῶ < εἷς < πρωτοελληνική *hens < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sḗm / *smih₂ < *séms < *sem- (ένας, μαζί)
- {σημασία: σύμπραξη) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική union
- (χημεία) < (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Verbindung)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ένωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενώνω
- η σύνδεση διαφόρων προσώπων ή πραγμάτων σε μία ενότητα ή σύνολο
- η σύμπραξη διαφόρων προσώπων ή πολυπρόσωπων συνόλων και η υπαγωγή τους σε μια ενιαία διοίκηση
- Πρότυπο:χημ η χημική ένωση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Σελίδες με σφάλματα στο πρότυπο κλίσης ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)