κλόουν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
κείμενο από Βικιπαίδεια
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
* [[γελωτοποιός]]
* [[γελωτοποιός]]
* [[παλιάτσος]]
* [[παλιάτσος]]



===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 16:15, 8 Σεπτεμβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κλόουν < αγγλική clown

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

Κλόουν

κλόουν αρσενικό

  1. γελωτοποιός, κωμικός διασκεδαστής με χαρακτηριστική εμφάνιση που οφείλεται στο μέικ -απ, τις πολύχρωμες περούκες και τα περίεργα ρούχα τα οποία φορά

Δείτε επίσης

Συνώνυμα


Μεταφράσεις