α-: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →‎{{πρόθημα|el}}: μικροδιόρθωση
μ →‎{{πρόθημα|el}}: -ένα λινκ
Γραμμή 8: Γραμμή 8:
# ''α- [[στερητικό]]'' πρόθημα, που δηλώνει έλλειψη, απουσία, στέρηση.
# ''α- [[στερητικό]]'' πρόθημα, που δηλώνει έλλειψη, απουσία, στέρηση.
#: [[άβουλος|'''ά'''βουλος]], [[απέραντος|'''α'''πέραντος]], [[αναξιόπιστος|'''αν'''αξιόπιστος]], [[ανεδαφικός|'''αν'''εδαφικός]]
#: [[άβουλος|'''ά'''βουλος]], [[απέραντος|'''α'''πέραντος]], [[αναξιόπιστος|'''αν'''αξιόπιστος]], [[ανεδαφικός|'''αν'''εδαφικός]]
#: <small cap>ΜΟΡΦΕΣ</small cap>: '''α-''' / '''[[ά-]]''', [[αν-]] / [[άν-]] ([[πρό]] [[φωνήεν]]τος) και [[ανα-]] / [[ανά-]], [[ανε-]] / [[ανέ-]], [[ανη-]] / [[ανή-]] για λέξεις που αρχίζουν από ''α, ε, η''
#: <small cap>ΜΟΡΦΕΣ</small cap>: '''α-''' / '''[[ά-]]''', [[αν-]] / [[άν-]] (πριν από φωνήεν) και [[ανα-]] / [[ανά-]], [[ανε-]] / [[ανέ-]], [[ανη-]] / [[ανή-]] για λέξεις που αρχίζουν από ''α, ε, η''
#: < αρχαίο στερητικό [[ἀν-]] < [[μεταπτωτική βαθμίδα]] από την {{ετυμ|ine-pro|el|*ne-|00=-}}. Δείτε και [[νη-]].
#: < αρχαίο στερητικό [[ἀν-]] < [[μεταπτωτική βαθμίδα]] από την {{ετυμ|ine-pro|el|*ne-|00=-}}. Δείτε και [[νη-]].
# ''α- [[αθροιστικό]]'' πρόθημα, που δηλώνει κατά το όμοιο, ή μαζί με άλλο
# ''α- [[αθροιστικό]]'' πρόθημα, που δηλώνει κατά το όμοιο, ή μαζί με άλλο

Αναθεώρηση της 03:45, 10 Σεπτεμβρίου 2019

Δείτε επίσης: ά-, ἀ-, ἁ-, ἄ-, ἅ-, α,

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

α- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀ- και ἀν-. Ειδικότερα, δείτε σε κάθε είδος προθήματος.[1][2][3]

Πρόθημα

α-

  1. α- στερητικό πρόθημα, που δηλώνει έλλειψη, απουσία, στέρηση.
    άβουλος, απέραντος, αναξιόπιστος, ανεδαφικός
    ΜΟΡΦΕΣ: α- / ά-, αν- / άν- (πριν από φωνήεν) και ανα- / ανά-, ανε- / ανέ-, ανη- / ανή- για λέξεις που αρχίζουν από α, ε, η
    < αρχαίο στερητικό ἀν- < μεταπτωτική βαθμίδα από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ne-. Δείτε και νη-.
  2. α- αθροιστικό πρόθημα, που δηλώνει κατά το όμοιο, ή μαζί με άλλο
    αδελφός, ακόλουθος, αθρόος, άπας
    < αρχαία ελληνική ἀ- / ἁ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sem- (ένας), όπως κανονικά με δασεία (π.χ. ἁπλοῦς, ἅπας) ή με ψιλή λόγω ανομοίωσης ή αναλογίας (π.χ. ἀδελφός, ἀθρόος)
  3. α- επιτατικό πρόθημα, που δηλώνει επίταση της κυρίας έννοιας
    ασκελής, αχανής, ατενής
  4. α- προτακτικό (λαϊκότροπο) που προτάσσεται σε λέξεις πριν από σύμφωνο
    λυγαριά > αλυγαριά, μάχη > αμάχη, ιταλική lisciva > αλισίβα
    < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική προτακτικό < συμπροφορά με λέξεις που τελιώνουν σε -α (όπως μια, ένα, να).
    π.χ. μία μάχη /mia-maçi > miamaçi > mi-amaçi/

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Αναφορές