σακί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
εκφράσεις
Γραμμή 16: Γραμμή 16:
* '''βάζω στο ίδιο ''σακί''''':αντιμετωπίζω σαν όμοια δύο διαφορετικά πράγματα, καταστάσεις κλπ.
* '''βάζω στο ίδιο ''σακί''''':αντιμετωπίζω σαν όμοια δύο διαφορετικά πράγματα, καταστάσεις κλπ.
* (αγοράζω/πουλάω/παίρνω) '''γουρούνι στο ''σακί''''':χωρίς να ελέγξω για την ποιότητα, στα τυφλά
* (αγοράζω/πουλάω/παίρνω) '''γουρούνι στο ''σακί''''':χωρίς να ελέγξω για την ποιότητα, στα τυφλά
* (πετάω/ρίχνω κάποιον) '''σαν ''σακί''''': με τον τρόπο που πετάνε τα σακιά, βίαια, χωρίς περίσκεψη
* (πετάω/ρίχνω κάποιον) '''σαν ''σακί''''': με τον τρόπο που πετάνε συνήθως τα σακιά, βίαια, χωρίς περίσκεψη


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 08:26, 19 Σεπτεμβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σακί τα σακιά
      γενική του σακιού των σακιών
    αιτιατική το σακί τα σακιά
     κλητική σακί σακιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σακί < μεσαιωνική ελληνική σακίν ή μεσαιωνική ελληνική σακκίν < αρχαία ελληνική σακκίον (υποκοριστικό του σάκκος)

Ουσιαστικό

σακί ουδέτερο

Άλλες μορφές

Εκφράσεις

  • βάζω στο ίδιο σακί:αντιμετωπίζω σαν όμοια δύο διαφορετικά πράγματα, καταστάσεις κλπ.
  • (αγοράζω/πουλάω/παίρνω) γουρούνι στο σακί:χωρίς να ελέγξω για την ποιότητα, στα τυφλά
  • (πετάω/ρίχνω κάποιον) σαν σακί: με τον τρόπο που πετάνε συνήθως τα σακιά, βίαια, χωρίς περίσκεψη

Μεταφράσεις