στόφα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ αφ. κλείδας από κλείδα -> {{κλείδα-ελλ}}
Γραμμή 157: Γραμμή 157:




{{κλείδα-ελλ|στοφα}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[Κατηγορία:Ελληνοαμερικανικές λέξεις]]
[[Κατηγορία:Ελληνοαμερικανικές λέξεις]]

Αναθεώρηση της 17:52, 23 Σεπτεμβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'θάλασσα'

Ετυμολογία

στόφα < Πρότυπο:ετυμ it stoffa < γαλλική étoffe (1 & 2), αγγλική stove (3)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

στόφα θηλυκό

  1. βαρύ, γυαλιστερό ύφασμα πολύ μεγάλης αντοχής, που χρησιμοποιείται για ταπετσαρίες, καλύμματα επίπλων και κουρτίνες
    Σαλόνι με ευρωπαϊκή στόφα.
    Στα παράθυρα είχαν κουρτίνα από εμπριμέ στόφα.
  2. (μεταφορικά) ο ιδιαίτερος χαρακτήρας ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων
    Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε τη στόφα μεγάλου πολιτικού.
    Ο Ολυμπιακός είχε τη στόφα του νικητή στο χθεσινό παιχνίδι.
  3. μαγειρική κουζίνα, που χρησιμοποιείται και σαν σόμπα, και καίει ξύλα
    Ενοικιάζεται δυομισάρι με στόφα και φρίζα.

Μεταφράσεις