λογική: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
πρσθ μαθημ
πολυλεκτικοί όροι
Γραμμή 13: Γραμμή 13:
# ''κοινή '''λογική''''': η [[αίσθηση]] του σωστού και του λάθους - και η ικανότητα [[κρίση|κρίσης]] που αυτή [[έπομαι|έπεται]] - οι οποίες είναι κοινές σε όλους
# ''κοινή '''λογική''''': η [[αίσθηση]] του σωστού και του λάθους - και η ικανότητα [[κρίση|κρίσης]] που αυτή [[έπομαι|έπεται]] - οι οποίες είναι κοινές σε όλους
# ''αυτό στερείται κάθε έννοια '''λογικής''''': είναι τελείως ανακόλουθο με τον εαυτό του
# ''αυτό στερείται κάθε έννοια '''λογικής''''': είναι τελείως ανακόλουθο με τον εαυτό του

===={{πολυλεκτικοί όροι}}====
* [[τυπική λογική]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 11:53, 29 Σεπτεμβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η λογική
      γενική της λογικής
    αιτιατική τη λογική
     κλητική λογική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογική < θηλυκό του επίθ.ετου λογικός ως ουσ.

Ουσιαστικό

λογική θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. γνώση που βασίζεται και πηγάζει από αυστηρούς κανόνες αληθείας
  2. Πρότυπο:μαθ κλάδος των «καθαρών» μαθηματικών

Εκφράσεις

  1. κοινή λογική: η αίσθηση του σωστού και του λάθους - και η ικανότητα κρίσης που αυτή έπεται - οι οποίες είναι κοινές σε όλους
  2. αυτό στερείται κάθε έννοια λογικής: είναι τελείως ανακόλουθο με τον εαυτό του

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λογική

Ομώνυμα / Ομόηχα