κρίση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 106: | Γραμμή 106: | ||
{{μτφ-αρχή|επιδείνωση μιας κατάστασης}} |
{{μτφ-αρχή|επιδείνωση μιας κατάστασης}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|crisis}} |
* {{en}} : {{τ|en|crisis}} |
||
* {{fr}} : {{τ|en|crise}} |
|||
* {{es}} : {{τ|es|crisis}} |
* {{es}} : {{τ|es|crisis}} |
||
* {{pl}} : {{τ|pl|kryzys}} |
* {{pl}} : {{τ|pl|kryzys}} |
Αναθεώρηση της 13:26, 24 Οκτωβρίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρίση | οι | κρίσεις |
γενική | της | κρίσης* | των | κρίσεων |
αιτιατική | την | κρίση | τις | κρίσεις |
κλητική | κρίση | κρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- κρίση < αρχαία ελληνική κρίσις
Ουσιαστικό
κρίση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρίνω, η νοητική ενέργεια που οδηγεί σε μια απόφαση ή επιλογή
- το αφήνω στην κρίση σας
- η απότομη όξυνση ενός προβλήματος
- οικονομική κρίση
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
απόφαση, επιλογή