ενθαρρύνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
→‎{{μεταφράσεις}}: γερ ermutigen, ermuntern
Γραμμή 27: Γραμμή 27:
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|encourager}}
* {{fr}} : {{τ|fr|encourager}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
* {{de}} : {{τ|de|ermutigen}}, {{τ|de|ermuntern}}
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 14:45, 1 Νοεμβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενθαρρύνω < εν- + θάρρος + -ύνω (αρχαία ελληνική θαρρύνω)

Ρήμα

ενθαρρύνω, πρτ.: ενθάρρυνα και ενεθάρρυνα, στ.μέλλ.: θα ενθαρρύνω, αόρ.: ενθάρρυνα και ενεθάρρυνα, παθ.φωνή: ενθαρρύνομαι, μτχ.π.π.: ενθαρρυμένος

  1. (για άτομα) δίνω θάρρος ή κίνητρα σε κάποιον ώστε να ξεκινήσει ή να συνεχίσει μια δύσκολη προσπάθεια
    ο δάσκαλος επιβραβεύει τους μαθητές ακόμα και για τις μικρές επιτυχίες τους, ενθαρρύνοντάς τους έτσι να συνεχίσουν την προσπάθεια
    • (και για επιχειρούμενο έργο, προσπάθεια)
      η πολιτεία οφείλει να ενθαρρύνει τις δημιουργικές πρωτοβουλίες θεσπίζοντας βραβεία

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις