παιδεύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) ορ |
|||
Γραμμή 69: | Γραμμή 69: | ||
==={{ρήμα|grc}}=== |
==={{ρήμα|grc}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
||
* (''μιλώντας για ένα παιδί'') |
|||
* {{λείπει ο ορισμός|grc}} |
|||
# [[ανατρέφω]] |
|||
# [[εκπαιδεύω]], [[μορφώνω]] |
|||
# [[τιμωρώ]] |
|||
===={{κλίση}}==== |
===={{κλίση}}==== |
Αναθεώρηση της 16:57, 16 Νοεμβρίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παιδεύω < αρχαία ελληνική παιδεύω < παῖς < πρωτοελληνική *pā́wits < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wids < *peh₂u-
Ρήμα
παιδεύω
- βασανίζω, ταλαιπωρώ
- εξετάζω διεξοδικά κάποιο θέμα
- (παρωχημένο) εκπαιδεύω, διαπαιδαγωγώ
Συγγενικά
- παίδευση
- παιδευτικά
- παιδευτικός
- → δείτε τις λέξεις εκπαιδεύω και παιδί
Μεταφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- παιδεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
παιδεύω
- (μιλώντας για ένα παιδί)
Κλίση
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)