coup de poing: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) |
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) δ |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{δείτε|coup-de-poing}} |
|||
=={{-fr-}}== |
=={{-fr-}}== |
||
Τελευταία αναθεώρηση της 15:52, 17 Νοεμβρίου 2019
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
coup de poing | coups de poing |
coup de poing (fr) αρσενικό
- η μπουνιά
- μεταλλικό εξάρτημα που εφαρμόζεται στη γροθιά για ένα δυνατότερο χτύπημα. Λέγεται και coup-de-poing américain