τρίβω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:587:5607:7C00:18C9:DB28:DDB:EFD1 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Llevantine Ετικέτα: Επαναφορά |
||
Γραμμή 83: | Γραμμή 83: | ||
===={{κλίση}}==== |
===={{κλίση}}==== |
||
* {{ |
* {{λείπει η κλίση|grc}} |
||
===={{αναφορές}}==== |
===={{αναφορές}}==== |
Αναθεώρηση της 20:05, 17 Νοεμβρίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρίβω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρίβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terh₁-[1] (τρίβω)
Ρήμα
τρίβω, πρτ.: έτριβα, στ.μέλλ.: θα τρίψω, αόρ.: έτριψα, παθ.φωνή: τρίβομαι, μτχ.π.π.: τριμμένος
- (κάτι με κάτι άλλο) μετακινώ κυκλικά ή παλινδρομικά ένα αντικείμενο πάνω σε μια επιφάνεια (η επιφάνεια είναι το αντικείμενο του ρήματος)
- τρίβω τον τοίχο με το γυαλόχαρτο
- (ειδικότερα) (για το σώμα) εφαρμόζω πίεση με τα χέρια πάνω σε μέρος του σώματος (ως αντικείμενο τίθεται το μέρος του σώματος ή το άτομο)
- η φυσικοθεραπεύτρια τον έτριψε γερά στο πόδι / του έτριψε γερά το πόδι
- μετατρέπω κάτι σε πολύ μικρά κομμάτια χρησιμοποιώντας ειδική συσκευή, τον τρίφτη
- ο μάγειρας έτριψε λίγο τυρί και πασπάλισε τα μακαρόνια
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τρίβω
Αναφορές
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
τρίβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terh₁-[1] (τρίβω)
Ρήμα
τρίβω
Κλίση
Αναφορές
Πηγές
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)