μαστίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
→‎Ελληνικά (el): Προστέθηκε περιεχόμενο
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
#:''Αυτή η αρρώστια '''μαστίζει''' όλα τα δέντρα του κάμπου''
#:''Αυτή η αρρώστια '''μαστίζει''' όλα τα δέντρα του κάμπου''
#:''Η Αϊτή '''μαστιζόταν''' από αρρώστιες μετά το σεισμό των 7 [[ρίχτερ]] το 2010''
#:''Η Αϊτή '''μαστιζόταν''' από αρρώστιες μετά το σεισμό των 7 [[ρίχτερ]] το 2010''
#:''Η σημερινή νεολαία ''' μαστίζεται ''' από την λεξιπενία ''






Αναθεώρηση της 15:34, 20 Νοεμβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαστίζω < αρχαία ελληνική μαστίζω

Ρήμα

μαστίζω

  1. ταλαιπωρώ δεινά σαν μάστιγα
    Αυτή η αρρώστια μαστίζει όλα τα δέντρα του κάμπου
    Η Αϊτή μαστιζόταν από αρρώστιες μετά το σεισμό των 7 ρίχτερ το 2010
    Η σημερινή νεολαία μαστίζεται από την λεξιπενία


Κλίση

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μαστίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

μαστίζω

  1. → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Συγγενικά