κρύβω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
συγγενικά
ετυ+ref, ΔΦΑ, συγγενικά κεντρικού λήμματος.
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|grc-koi|el|κρύπτω|text=1}} < {{ετυμ|grc|el|κρύπτω}}. Με [[μεταπλασμός|μεταπλασμό]] του θέματος '''κρυψ'''- όπως τριψ- ([[ἔτριψα]]) - [[τρίβω]]<ref>{{Β:ΛΚΝ}}</ref>
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[κρύπτω]]

==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|γλ=el|ˈkɾi.vɔ}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{el-ρήμα|έκρυβα|κρύψω|έκρυψα|κρύβομαι|κρυμμένος}}
'''{{PAGENAME}}''' {{el-ρήμα|έκρυβα|κρύψω|έκρυψα|κρύβομαι|π-αορ=κρύφτηκα|κρυμμένος}}
# [[τοποθετώ]] κάτι σε μέρος όπου δεν θα το ανακαλύψουν οι άλλοι
# [[τοποθετώ]] κάτι σε μέρος όπου δεν θα το ανακαλύψουν οι άλλοι
#: ''ο δολοφόνος '''έκρυψε''' το μαχαίρι του εγκλήματος στο υπόγειο''
#: ''ο δολοφόνος '''έκρυψε''' το μαχαίρι του εγκλήματος στο υπόγειο''
Γραμμή 26: Γραμμή 29:


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
''και δείτε τα παράγωγα & σύνθετά τους''
{{(}}
θέμα '''κρυβ'''-
* [[αποκρύβω]]
* [[δακρύβρεχτος]]
* [[κρύβομαι]]
* [[κρύβομαι]]
{{-}}
θέμα '''κρυφ'''-
* [[αποκρυφισμός]]
* '''[[κρυφιο-]]'''
* [[κρύφιος]]
* '''[[κρυφο-]]'''
* [[κρυφός]]
* [[κρυφτό]], [[κρυφτούλι]]
{{-}}
θέμα κρυφσ> '''κρυψ'''-
* [[απόκρυψη]]
* '''[[κρυψι-]]'''
* [[κρύψιμο]]
* [[κρύψιμο]]
* [[κρυψώνας]], [[κρυψώνα]]
* [[κρυψώνας]], [[κρυψώνα]]
{{-}}
* [[κρυφός]]
θέμα '''κρυπτ'''-
* [[κρυπτο-]]
* [[αποκρυπτογράφηση]]
* [[αποκρυπτογραφώ]]
* [[αποκρύπτω]]
* [[κρύπτη]]
* '''[[κρυπτο-]]'''
* [[κρυπτόν]] (''χημεία'')
* [[υποκρύπτω]]
{{)}}


===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====
Γραμμή 117: Γραμμή 145:
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hi}} : {{τ|hi|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

==={{αναφορές}}===
<references/>


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 23:29, 20 Νοεμβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρύβω < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή κρύπτω < αρχαία ελληνική κρύπτω. Με μεταπλασμό του θέματος κρυψ- όπως τριψ- (ἔτριψα) - τρίβω[1]

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

κρύβω , πρτ.: έκρυβα, στ.μέλλ.: θα κρύψω, αόρ.: έκρυψα, παθ.φωνή: κρύβομαι, π.αόρ.: κρύφτηκα, μτχ.π.π.: κρυμμένος

  1. τοποθετώ κάτι σε μέρος όπου δεν θα το ανακαλύψουν οι άλλοι
    ο δολοφόνος έκρυψε το μαχαίρι του εγκλήματος στο υπόγειο
  2. τοποθετώ κάτι σε μέρος τέτοιο ώστε να μην είναι ορατό
    ο δάσκαλος ζήτησε από τους μαθητές να κρύψουν τα βιβλία τους επειδή θα έγραφαν τεστ
  3. τακτοποιώ, τοποθετώ κάτι σε μέρος ασφαλές ώστε να το χρησιμοποιήσω αργότερα
  4. (στη μαγειρική) ανοίγω μια τρύπα σ΄ ένα κομμάτι κρέας και βάζω μέσα μπαχαρικό ή κάτι άλλο που δίνει γεύση
    κρύβουμε το σκόρδο μέσα στο κρέας
  5. καλύπτω κάτι με κάτι άλλο για να μη φαίνεται
    έριξε πάνω της ένα σεντόνι να κρύψει τη γύμνια της
  6. μπαίνω μπροστά από ένα άλλο αντικείμενο το οποίο πια δεν είναι ορατό
    μη μου κρύβεις τον ήλιο, είπε ο Διογένης στον Αλέξανδρο
  7. κρατώ κάτι μυστικό από τους άλλους
    κάτι μου κρύβεις για το παρελθόν σου
     συνώνυμα: αποκρύπτω
  8. έχω στο εσωτερικό μου κάτι που δεν είναι ορατό
    ας ανοίξουμε αυτό το παλιό σεντούκι να δούμε τι θησαυρούς μπορεί να κρύβει
    • (μεταφορικά)
      πίσω από το σκληρό παρουσιαστικό κρύβει μια ευαίσθητη ψυχή

Συγγενικά

και δείτε τα παράγωγα & σύνθετά τους

θέμα κρυβ-

θέμα κρυφ-

θέμα κρυφσ> κρυψ-

θέμα κρυπτ-

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές