προσβολή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
fixed pronounciation |
||
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} < [[προσβάλλω]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} < [[προσβάλλω]] |
||
==={{προφορά}}=== {{ΔΦΑ|pɾɔ.zvɔ.ˈli|γλ=el}} |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
Αναθεώρηση της 20:31, 24 Νοεμβρίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσβολή < αρχαία ελληνική προσβολή < προσβάλλω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
προσβολή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσβάλλω· η φυσική, λεκτική ή ηθική επίθεση ή βιαιοπραγία ή κτύπημα που έχει σα σκοπό να καταστρέψει, συνήθως:
- κάποιον στρατιωτικό στόχο
- η προσβολή των εχθρικών θέσεων με πυρά πυροβολικού άρχισε στις 6 το πρωί
- την υγεία
- η πληγή που έμεινε ανοιχτή είχε σαν αποτέλεσμα την προσβολή της υγείας του ατόμου από διάφορα βακτηρίδια
- της ηθική και την αξιοπρέπεια
- δεν έχει ξεπεράσει ακόμα την προσβολή που του έγινε από τον γείτονα επάνω στο γλέντι
- (συνεκδοχικά) (μεταφορικά) υποτίμηση
- αυτό είναι προσβολή στη νοημοσύνη μας
- κάποιον στρατιωτικό στόχο
- Πρότυπο:νομ αμφισβήτηση της εγκυρότητας