κωλοπετσωμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
κλ, αφ. μειωτ. χαρακτ. ως ανεπιβεβαιωτ. |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
:Αυτός που έχει μεγάλη οικονομική άνεση, πλούσιος,εύπορος. |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}} |
|||
==={{επίθετο|el}}=== |
==={{επίθετο|el}}=== |
Αναθεώρηση της 12:44, 22 Δεκεμβρίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Αυτός που έχει μεγάλη οικονομική άνεση, πλούσιος,εύπορος.
Επίθετο
κωλοπετσωμένος
- έμπειρος απ' την ζωή που δύσκολα πέφτει θύμα απάτης
Μεταφράσεις
κωλοπετσωμένος
|