κωλοπετσωμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
κλ, αφ. μειωτ. χαρακτ. ως ανεπιβεβαιωτ.
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 3: Γραμμή 3:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
:Αυτός που έχει μεγάλη οικονομική άνεση, πλούσιος,εύπορος.
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}


==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===

Αναθεώρηση της 12:44, 22 Δεκεμβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κωλοπετσωμένος η κωλοπετσωμένη το κωλοπετσωμένο
      γενική του κωλοπετσωμένου της κωλοπετσωμένης του κωλοπετσωμένου
    αιτιατική τον κωλοπετσωμένο την κωλοπετσωμένη το κωλοπετσωμένο
     κλητική κωλοπετσωμένε κωλοπετσωμένη κωλοπετσωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κωλοπετσωμένοι οι κωλοπετσωμένες τα κωλοπετσωμένα
      γενική των κωλοπετσωμένων των κωλοπετσωμένων των κωλοπετσωμένων
    αιτιατική τους κωλοπετσωμένους τις κωλοπετσωμένες τα κωλοπετσωμένα
     κλητική κωλοπετσωμένοι κωλοπετσωμένες κωλοπετσωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

Αυτός που έχει μεγάλη οικονομική άνεση, πλούσιος,εύπορος.

Επίθετο

κωλοπετσωμένος

  1. έμπειρος απ' την ζωή που δύσκολα πέφτει θύμα απάτης

Μεταφράσεις