κωλοπετσωμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
μ Ανάκληση των αλλαγών 37.6.246.232 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Sarri.greek
Ετικέτα: Επαναφορά
μ Protected "κωλοπετσωμένος": Παρεμβολές ([Επεξεργασία=Φραγή μη συνδεμένων χρηστών] (επ' αόριστο) [Μετακίνηση=Φραγή μη συνδεμένων χρηστών] (επ' αόριστο))
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 12:54, 22 Δεκεμβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κωλοπετσωμένος η κωλοπετσωμένη το κωλοπετσωμένο
      γενική του κωλοπετσωμένου της κωλοπετσωμένης του κωλοπετσωμένου
    αιτιατική τον κωλοπετσωμένο την κωλοπετσωμένη το κωλοπετσωμένο
     κλητική κωλοπετσωμένε κωλοπετσωμένη κωλοπετσωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κωλοπετσωμένοι οι κωλοπετσωμένες τα κωλοπετσωμένα
      γενική των κωλοπετσωμένων των κωλοπετσωμένων των κωλοπετσωμένων
    αιτιατική τους κωλοπετσωμένους τις κωλοπετσωμένες τα κωλοπετσωμένα
     κλητική κωλοπετσωμένοι κωλοπετσωμένες κωλοπετσωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κωλοπετσωμένος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

κωλοπετσωμένος

  1. έμπειρος απ' την ζωή που δύσκολα πέφτει θύμα απάτης

Μεταφράσεις