πίκρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 23: Γραμμή 23:
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|amertume}}
* {{fr}} : {{τ|fr|amertume}}, {{τ|fr|rancoeur}}
* {{de}} : {{τ|de|Bitterkeit|noentry=1}}, {{τ|de|Trübsal}}
* {{de}} : {{τ|de|Bitterkeit|noentry=1}}, {{τ|de|Trübsal}}
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 15:37, 26 Δεκεμβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίκρα οι πίκρες
      γενική της πίκρας
    αιτιατική την πίκρα τις πίκρες
     κλητική πίκρα πίκρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πίκρα < μεσαιωνική ελληνική πίκρα < πικραίνω (αναδρομικός σχηματισμός)

Ουσιαστικό

πίκρα θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η αίσθηση του πικρού, η πικρή γεύση
  2. (μεταφορικά) η βαθιά στενοχώρια από κάποιον ή κάτι που μας πίκρανε
    ※  ἀλλ᾿ ἂν ἡ πίκρα, // ὅτι τὸν ἥλιον ἄφηκα, // τώρα σὲ κυριεύῃ, // παρηγορήσου (Α. Κάλβος, Εις θάνατον, ΙΔ)
    ※  Η πίκρα σήμερα // δεν έχει σύνορα // κι εσύ δεν έπρεπε να μ' αρνηθείς. (Ν. Γκάτσος)

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

πίκρα θηλυκό