υπόκοσμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ανάκληση της επεξεργασίας 4198678 του 91.138.142.122 (Συζήτηση) Ετικέτα: Αναίρεση |
μ εκκαθάριση προσφυμάτων - κατηγοριών |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{el-κλίσ-'καρδινάλιος'}} |
{{el-κλίσ-'καρδινάλιος'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{π| |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{π|υπό-}} + [[κόσμος]] {{μτφδ|en|el|underworld}} |
||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
Γραμμή 9: | Γραμμή 9: | ||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} |
||
* ο [[κόσμος]] που λειτουργεί με [[παραβατικός|παραβατική]] ή [[παράνομος|παράνομη]] [[συμπεριφορά]], συνήθως ζώντας στο [[περιθώριο]] της [[κοινωνία]]ς |
|||
*: ''άνθρωπος του '''υποκόσμου''''' |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
Αναθεώρηση της 05:02, 27 Δεκεμβρίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υπόκοσμος | οι | υπόκοσμοι |
γενική | του | υπόκοσμου & υποκόσμου |
των | υπόκοσμων & υποκόσμων |
αιτιατική | τον | υπόκοσμο | τους | υπόκοσμους & υποκόσμους |
κλητική | υπόκοσμε | υπόκοσμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- υπόκοσμος < υπό- + κόσμος (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική underworld
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
υπόκοσμος αρσενικό
- ο κόσμος που λειτουργεί με παραβατική ή παράνομη συμπεριφορά, συνήθως ζώντας στο περιθώριο της κοινωνίας
- άνθρωπος του υποκόσμου
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπό- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)