έχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 35: | Γραμμή 35: | ||
{{-μτφ-}} |
{{-μτφ-}} |
||
{{μτφ-αρχή}} |
|||
* {{en}} : {{ξεν|en|have}} |
* {{en}} : {{ξεν|en|have}} |
||
* {{ |
* {{ang}} : {{ξεν|ang|habban}} |
||
* {{ |
* {{sq}} : {{ξεν|sq|kam}} |
||
* {{ |
* {{ar}} : {{ξεν|ar|يملك}} |
||
* {{ |
* {{an}} : {{ξεν|an|tener}} |
||
* {{ |
* {{af}} : {{ξεν|af|aanhê}}, {{ξεν|af|dra}}, {{ξεν|af|hê}} |
||
* {{ |
* {{vec}} : {{ξεν|vec|aver}}, {{ξεν|vec|averghe}} |
||
* {{ |
* {{fr}} : {{ξεν|fr|avoir}} |
||
* {{ |
* {{de}} : {{ξεν|de|haben}} |
||
* {{gn}} : {{ξεν|gn|reko}} |
|||
* {{da}} : {{ξεν|da|have}} |
|||
* {{eo}} : {{ξεν|eo|havi}} |
|||
* {{zu}} : {{ξεν|zu|qgoke}} |
|||
* {{id}} : {{ξεν|id|memiliki}} |
|||
* {{io}} : {{ξεν|io|havar}} |
|||
* {{is}} : {{ξεν|is|hafa}} |
|||
* {{es}} : {{ξεν|es|tener}} |
|||
* {{it}} : {{ξεν|it|avere}} |
|||
* {{ca}} : {{ξεν|ca|tenir}}, {{ξεν|ca|haver}} |
|||
* {{rw}} : {{ξεν|rw|fite}} |
|||
{{μτφ-μέση}} |
|||
* {{arn}} : {{ξεν|arn|nien}} |
|||
* {{hr}} : {{ξεν|hr|imati}} |
|||
* {{la}} : {{ξεν|la|habere}} |
|||
* {{lb}} : {{ξεν|lb|hun}} |
|||
* {{ms}} : {{ξεν|ms|ada}} |
|||
* {{nl}} : {{ξεν|nl|hebben}} |
|||
* {{os}} : {{ξεν|os|дарын}} |
|||
* {{uk}} : {{ξεν|uk|мати}} |
|||
* {{pap}} : {{ξεν|pap|tin}} |
|||
* {{fa}} : {{ξεν|fa|داشتن}} |
|||
* {{pl}} : {{ξεν|pl|mieć}} |
|||
* {{pt}} : {{ξεν|pt|ter}} |
|||
* {{scn}} : {{ξεν|scn|aviri}} |
|||
* {{sk}} : {{ξεν|sk|mať}} |
|||
* {{sl}} : {{ξεν|sl|imeti}} |
|||
* {{sv}} : {{ξεν|sv|ha}} |
|||
* {{fo}} : {{ξεν|fo|hava}} |
|||
* {{fur}} : {{ξεν|fur|vê}} |
|||
* {{hi}} : {{ξεν|hi|इसी}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
|||
[[Κατηγορία:Ελληνικά ρήματα]] |
[[Κατηγορία:Ελληνικά ρήματα]] |
Αναθεώρηση της 11:39, 4 Ιουλίου 2007
- έχω < αρχαία ελληνική ἔχω
Πρότυπο:-ρημ- έχω
- κρατώ μαζί μου ή πάνω μου
- μήπως έχεις ένα στυλό;
- κατέχω κάτι, είμαι ιδιοκτήτης
- έχω αυτοκίνητο / σπίτι
- διατηρώ συγγενική / φιλική / ερωτική σχέση
- δεν έχει οικογένεια
- αισθάνομαι / συμπεριφέρομαι θετικά ή αρνητικά
- τι έχεις και δε μας μιλάς;
- τις τελευταίες μέρες έχει πολλά νεύρα
- υποφέρω από κάτι
- έχω πονοκέφαλο
- έχει άσθμα
- οφείλω, πρέπει να κάνω κάτι
- έχω δουλειά τώρα, δεν μπορώ
- (γραμματική) βοηθητικό ρήμα στους σύνθετους χρόνους
- έχω διαβάσει (παρακείμενος)
- είχες πει (υπερσυντέλικος)
- θα έχει χιονίσει (συντελεσμένος μέλλοντας)
- δεν έχει: για κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί
- Αν δεν τελειώσεις το διάβασμα, δεν έχει βόλτα.
- δεν το έχω για τίποτα να... / για πολύ να...: μου είναι εύκολο να... δεν θα διστάσω
- έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα : προσέχω πάρα πολύ
- τα έχω καλά / άσχημα με κάποιον : έχω καλές / άσχημες σχέσεις με κάποιον
- τα έχω χαμένα : έχω σαστίσει
- τον έχει σήκω σήκω, κάτσε κάτσε : τον κάνει ό,τι θέλει
- όπως έχει: στην δεδομένη κατάσταση
έχω
|