εργάτρια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Anadelph2 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ →‎{{μεταφράσεις}}: Μετάφραση στα ισπανικά προστέθηκε
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017
Anadelph2 (συζήτηση | συνεισφορές)
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017
Γραμμή 29: Γραμμή 29:
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} -->
* {{es}} : {{τ|es|trabajadora}}
* {{es}} : {{τ|es|trabajadora}}, {{τ|es|obrera}}
<!-- * {{it}} : {{τ|it|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{it}} : {{τ|it|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 22:43, 1 Ιανουαρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'θάλασσα'

Ετυμολογία

εργάτρια < εργάτης + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό

εργάτρια θηλυκό

  1. θηλυκό του εργάτης
  2. (ειδικότερα) κοινή θηλυκή μέλισσα, σε αντίθεση με τη βασίλισσα και τους κηφήνες

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε εργάτης