βαρύς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Αντικατάσταση Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Hasley (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Ανάκληση των αλλαγών 79.107.161.156 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Hasley
Ετικέτες: Επαναφορά SWViewer [1.3]
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|βαρύς}} < {{ετυμ|ine-pro|el}} *''gʷréh₂us'' < *''gʷreh₂'' ({{λ|βαρύς|el}}) +‎ *-''us''
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|βαρύς}} < {{ετυμ|ine-pro|el}} *''gʷréh₂us'' < *''gʷreh₂'' ({{λ|βαρύς|el}}) +‎ *-''us''

==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|va.ˈɾis|γλ=el}}


==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}, -ιά, -ύ''', ''συγκριτικός:'' '''βαρύτερος''', ''υπερθετικός:'' '''[[βαρύτατος]]'''
'''{{
# που έχει μεγάλο [[βάρος]], που ζυγίζει πολλά κιλά
#: ''το παλιό έπιπλο ήταν '''βαρύ''' κι ασήκωτο''
# που έχει μεγάλη [[πυκνότητα]]
#: ''όταν κάποιοι έλεγαν ότι θα φτιάξουν ιπτάμενες συσκευές '''βαρύτερες''' από τον αέρα, τους έλεγαν αιθεροβάμονες''
# (''για φαγητό ή ποτό'') που έχει μεγάλη ποσότητα από μια ουσία, πολύ έντονη γεύση ή έχει άσχημη επίδραση στον οργανισμό
#: ''έναν καφέ πολλά '''βαρύ''', παρακαλώ''
#: ''το στιφάδο είναι '''βαρύ''' φαγητό και με πειράζει''
#: '''''βαριά''' ποτά, '''βαριά''' τσιγάρα''
# που δείχνει σημάδια επιδείνωσης
#: ''ο καιρός ήταν '''βαρύς''' και φαινόταν ότι θα βρέξει
# {{μτφρ}} που αναμένεται να έχει άσχημες επιπτώσεις
#: ''οι κατηγορίες εναντίον του ήταν '''βαρύτατες'''''
# {{μτφρ}} [[άσχημος]], γεμάτος [[ένταση]] ή [[στενοχώρια]]
#: ''η ατμόσφαιρα ανάμεσα στους δυο παλιούς φίλους ήταν πολύ '''βαριά'''''
# (''για άνθρωπο'') [[κακοδιάθετος]] ή/και υπερβολικά [[σοβαρός]], σε σημείο [[αγένεια]]ς καμιά φορά
#: ''Σήμερα το πρωί ο Γιώργος ήταν '''βαρύς''' κι ασήκωτος. Τι να του συνέβη άραγε;''
#* '''βαρύ πεπόνι''': έκφραση που περιγράφει έναν τέτοιο άνθρωπο

===={{συγγενικά}}====
* [[βαρεία]]
* [[βαριά]]
* [[βαριοπούλα]]
* [[βαρύγδουπος]]
* [[βαρύθυμος]]
* [[βαρύμαγκας]]
* [[βαρύτιμος]]
* [[βαριοκόκαλος]]
*{{βλ|βαρύνω}}

===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|heavy}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|lourd}}
* {{de}} : {{τ|de|schwer}}, {{τ|de|heftig}}
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} -->
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} -->
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|XXX}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|XXX}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|XXX}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|XXX}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} -->
* {{es}} : {{τ|es|pesado}}
<!-- * {{it}} : {{τ|it|XXX}} -->
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} -->
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|XXX}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{cr}} : {{τ|cr|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|XXX}} -->
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|XXX}} -->
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
* {{pl}} : {{τ|pl|ciężki}}
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} -->
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|XXX}} -->
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->
<!-- * {{sl}} : {{τ|sl|XXX}} -->
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|XXX}} -->
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}

{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 18:32, 14 Ιανουαρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'βαθύς'

Ετυμολογία

βαρύς < αρχαία ελληνική βαρύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷréh₂us < *gʷreh₂ (βαρύς) +‎ *-us

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Επίθετο

βαρύς, -ιά, -ύ, συγκριτικός: βαρύτερος, υπερθετικός: βαρύτατος

  1. που έχει μεγάλο βάρος, που ζυγίζει πολλά κιλά
    το παλιό έπιπλο ήταν βαρύ κι ασήκωτο
  2. που έχει μεγάλη πυκνότητα
    όταν κάποιοι έλεγαν ότι θα φτιάξουν ιπτάμενες συσκευές βαρύτερες από τον αέρα, τους έλεγαν αιθεροβάμονες
  3. (για φαγητό ή ποτό) που έχει μεγάλη ποσότητα από μια ουσία, πολύ έντονη γεύση ή έχει άσχημη επίδραση στον οργανισμό
    έναν καφέ πολλά βαρύ, παρακαλώ
    το στιφάδο είναι βαρύ φαγητό και με πειράζει
    βαριά ποτά, βαριά τσιγάρα
  4. που δείχνει σημάδια επιδείνωσης
    ο καιρός ήταν βαρύς και φαινόταν ότι θα βρέξει
  5. (μεταφορικά) που αναμένεται να έχει άσχημες επιπτώσεις
    οι κατηγορίες εναντίον του ήταν βαρύτατες
  6. (μεταφορικά) άσχημος, γεμάτος ένταση ή στενοχώρια
    η ατμόσφαιρα ανάμεσα στους δυο παλιούς φίλους ήταν πολύ βαριά
  7. (για άνθρωπο) κακοδιάθετος ή/και υπερβολικά σοβαρός, σε σημείο αγένειας καμιά φορά
    Σήμερα το πρωί ο Γιώργος ήταν βαρύς κι ασήκωτος. Τι να του συνέβη άραγε;
    • βαρύ πεπόνι: έκφραση που περιγράφει έναν τέτοιο άνθρωπο

Συγγενικά

Μεταφράσεις