τομή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Σύμβολο + Αντώνυμο |
Μεταφράσεις |
||
Γραμμή 8: | Γραμμή 8: | ||
#η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[τέμνω]] |
#η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[τέμνω]] |
||
#{{μτφρ}} [[εκτεταμένος|εκτεταμένη]] [[ανανέωση]] σε κάποιον τομέα |
#{{μτφρ}} [[εκτεταμένος|εκτεταμένη]] [[ανανέωση]] σε κάποιον τομέα |
||
# {{μαθ}} το σύνολο των [[στοιχείο|στοιχείων]] που δύο ή περισσότερα σύνολα έχουν [[κοινός|κοινά]] μεταξύ τους |
# {{μαθ}} το [[σύνολο]] των [[στοιχείο|στοιχείων]] που δύο ή περισσότερα σύνολα έχουν [[κοινός|κοινά]] μεταξύ τους |
||
#:''η '''τομή''' των συνόλων { 1, 2, 3, 4 }, { 2, 3 } και { 2, 4 } είναι { 2 }'' |
#:''η '''τομή''' των συνόλων { 1, 2, 3, 4 }, { 2, 3 } και { 2, 4 } είναι { 2 }'' |
||
#: Σύμβολο: '''{{resize|[[⋂]]|130}}''' |
#: Σύμβολο: '''{{resize|[[⋂]]|130}}''' |
||
Γραμμή 73: | Γραμμή 73: | ||
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} --> |
||
{{μτφ-τέλος}} |
|||
{{μτφ-αρχή|μαθηματικά - τομή συνόλων}} |
|||
* {{en}} : {{τ|en|intersection}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
Αναθεώρηση της 20:54, 9 Φεβρουαρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τομή | οι | τομές |
γενική | της | τομής | των | τομών |
αιτιατική | την | τομή | τις | τομές |
κλητική | τομή | τομές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- τομή < αρχαία ελληνική τομή < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tem- (τέμνω, κόβω)
Ουσιαστικό
τομή θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω
- (μεταφορικά) εκτεταμένη ανανέωση σε κάποιον τομέα
- Πρότυπο:μαθ το σύνολο των στοιχείων που δύο ή περισσότερα σύνολα έχουν κοινά μεταξύ τους
- Πρότυπο:μαθ το σύνολο κοινών σημείων δύο ή περισσότερων γεωμετρικών αντικειμένων
- η τομή δύο μη παραλλήλων επιπέδων σε τρισδιάστατο ευκλείδειο χώρο είναι μια ευθεία
- (λογοτεχνικό) η σύντομη παύση σε κάποιο σημείο κατά την απαγγελία ενός στίχου
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- τομή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
τομή
μαθηματικά - τομή συνόλων