προσέχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{μεταφράσεις}}: heed |
|||
Γραμμή 33: | Γραμμή 33: | ||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|observe}}, {{τ|en|notice}}, {{τ|en|remark}}, {{τ|en|pay attention to|iw=pay attention|link=pay attention}} |
* {{en}} : {{τ|en|observe}}, {{τ|en|notice}}, {{τ|en|remark}}, {{τ|en|pay attention to|iw=pay attention|link=pay attention}}, {{τ|en|heed}}, pay heed to |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 16:28, 27 Φεβρουαρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσέχω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προσέχω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
προσέχω
- παρακολουθώ ή σκέπτομαι κάτι ή κάποιον δείχνοντας ενδιαφέρον
- παρατηρώ
- είμαι συγκεντρωμένος
- καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
- φροντίζω, περιποιούμαι
- συμπαθώ
- προφυλάσσω, προφυλάσσομαι
Συγγενικά
- αξιοπρόσεκτα / αξιοπρόσεχτα
- αξιοπρόσεκτος / αξιοπρόσεχτος
- απρόσεκτα / απρόσεχτα
- απρόσεκτος / απρόσεχτος
- προσεγμένος
- προσεκτικός / προσεχτικός
- προσεκτικά / προσεχτικά
- προσοχή
- → δείτε τις λέξεις προς και έχω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσέχω | πρόσεχα | θα προσέχω | να προσέχω | προσέχοντας | |
β' ενικ. | προσέχεις | πρόσεχες | θα προσέχεις | να προσέχεις | πρόσεχε | |
γ' ενικ. | προσέχει | πρόσεχε | θα προσέχει | να προσέχει | ||
α' πληθ. | προσέχουμε | προσέχαμε | θα προσέχουμε | να προσέχουμε | ||
β' πληθ. | προσέχετε | προσέχατε | θα προσέχετε | να προσέχετε | προσέχετε | |
γ' πληθ. | προσέχουν(ε) | πρόσεχαν προσέχαν(ε) |
θα προσέχουν(ε) | να προσέχουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρόσεξα | θα προσέξω | να προσέξω | προσέξει | ||
β' ενικ. | πρόσεξες | θα προσέξεις | να προσέξεις | πρόσεξε | ||
γ' ενικ. | πρόσεξε | θα προσέξει | να προσέξει | |||
α' πληθ. | προσέξαμε | θα προσέξουμε | να προσέξουμε | |||
β' πληθ. | προσέξατε | θα προσέξετε | να προσέξετε | προσέξτε | ||
γ' πληθ. | πρόσεξαν προσέξαν(ε) |
θα προσέξουν(ε) | να προσέξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσέξει | είχα προσέξει | θα έχω προσέξει | να έχω προσέξει | ||
β' ενικ. | έχεις προσέξει | είχες προσέξει | θα έχεις προσέξει | να έχεις προσέξει | ||
γ' ενικ. | έχει προσέξει | είχε προσέξει | θα έχει προσέξει | να έχει προσέξει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσέξει | είχαμε προσέξει | θα έχουμε προσέξει | να έχουμε προσέξει | ||
β' πληθ. | έχετε προσέξει | είχατε προσέξει | θα έχετε προσέξει | να έχετε προσέξει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσέξει | είχαν προσέξει | θα έχουν προσέξει | να έχουν προσέξει |
|
Μεταφράσεις
προσέχω
φροντίζω, περιποιούμαι
προφυλάσσω, προφυλάσσομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
προσέχω
- έχω παραπάνω
- φέρνω κάτι κάπου
- (μεταφορικά) μπλέκομαι σε κάτι
Κλίση
προσέχω
|
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)