τρίχα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 13: | Γραμμή 13: | ||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
* [[άτριχος]] |
* [[άτριχος]] |
||
* [[ |
* [[ατρίχωτος]] |
||
* [[τριχάρα]] |
* [[τριχάρα]] |
||
* [[τρίχας]] |
* [[τρίχας]] |
Αναθεώρηση της 12:23, 28 Φεβρουαρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρίχα < αρχαία ελληνική θρίξ, (γενική: τριχός)
Ουσιαστικό
τρίχα θηλυκό
- νηματοειδές υλικό που φυτρώνει στο δέρμα των περισσότερων θηλαστικών
- κερατόνημα, κερατονήμα, νήμα κερατίνης
Συγγενικά
- άτριχος
- ατρίχωτος
- τριχάρα
- τρίχας
- τριχιά
- τρίχινος
- τριχίτσα
- τριχούλα
- τριχοφυΐα
- τρίχωμα
- τριχωτός
- τριχωτό
- αποτρίχωση
- τριχώνω
- αποτριχώνω
Σύνθετα
Εκφράσεις
- κάνω την τρίχα τριχιά: υπερβάλλω
- μου σηκώνεται η τρίχα (κάγκελο): εντυπωσιάζομαι, εκπλήσσομαι ή τρομάζω, φρικιώ κλπ
- παρά τρίχα: παρά λίγο
- στην τρίχα: πάρα πολύ κομψός, στην πένα
- τρίχα-τρίχα
- τρίχες (κατσαρές): μπούρδες
Σημειώσεις
- στα ζώα και στο ανθρώπινο κεφάλι έχει ως συνώνυμο το μαλλί και η πολύ κοντή τρίχα αποτελεί το χνούδι
Μεταφράσεις
τρίχα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τρίχα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
τρίχα
Συνώνυμα
- (ποιητικό) τριχθά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
τρίχα