feuillage: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ήχος fr
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 7: Γραμμή 7:
{{fr-κλίσ-rég}}
{{fr-κλίσ-rég}}
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{α}}
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{α}}
# το [[φύλλωμα]]
# το [[φύλλωμα]], η [[φυλλωσιά]]

Αναθεώρηση της 14:43, 9 Μαρτίου 2020

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
feuillage feuillages

feuillage (fr) αρσενικό

  1. το φύλλωμα, η φυλλωσιά