συντροφιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|συντροφία|συντρόφια}}
{{δείτε|συντροφία|Συντροφία|συντρόφια}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'καρδιά'}}
{{el-κλίσ-'καρδιά'}}

Αναθεώρηση της 05:32, 1 Απριλίου 2020

Δείτε επίσης: συντροφία, Συντροφία, συντρόφια

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντροφιά οι συντροφιές
      γενική της συντροφιάς των συντροφιών
    αιτιατική τη συντροφιά τις συντροφιές
     κλητική συντροφιά συντροφιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συντροφιά < ελληνιστική κοινή συντροφία < αρχαία ελληνική σύντροφος < σύν + τρέφω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική compagnie[1])

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ντρο‐φιά
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐τρο‐φιά

Ουσιαστικό

συντροφιά θηλυκό

  1. συναναστροφή ανθρώπων για λόγους συμπαράστασης, βοήθειας, υποστήριξης, παρέας κ.λπ.
  2. η παραπάνω ομάδα ανθρώπων
     συνώνυμα: παρέα
  3. ομάδα ανθρώπων που έχουν κοινά ενδιαφέροντα και αναζητήσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Επίρρημα

συντροφιά

Μεταφράσεις