λαδόκολλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 26: Γραμμή 26:
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|papier}} {{τ|fr|sulfurisé}}
* {{de}} : {{τ|de|Backpapier}}
* {{de}} : {{τ|de|Backpapier}}
<!-- * {{yi}} : {{τ|yi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{yi}} : {{τ|yi|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 16:55, 8 Απριλίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαδόκολλα οι λαδόκολλες
      γενική της λαδόκολλας
    αιτιατική τη λαδόκολλα τις λαδόκολλες
     κλητική λαδόκολλα λαδόκολλες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαδόκολλα < λάδι + κόλλα
κομμάτι από λαδόκολλα

Ουσιαστικό

λαδόκολλα θηλυκό

  1. αδιάβροχο χαρτί εμποτισμένο με λιπαρή ουσία, με το οποίο τυλίγουμε κρεατικά και ψάρια για να τα ψήσουμε χωρίς να χασουν τους χυμούς τους ή το στρώνουμε στα ταψιά για να μην κολλήσουν τα γλυκίσματα στο ψήσιμο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις