πεθαίνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
{{χπαθ}}
→‎Συνώνυμα: * (''ανεπίτρεπτο'') ψοφώ / χυδαίο: παίρνω τον πούλο για την κόλαση
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 21: Γραμμή 21:
===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====
* [[ειρηνεύω]] (για [[κλήρο]])
* [[ειρηνεύω]] (για [[κλήρο]])
* {{ευφ|el}} χάνω τη μάχη για τη ζωή,
* (''ανεπίτρεπτο'') [[ψοφώ]]


===={{εκφράσεις}}====
===={{εκφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 12:11, 20 Απριλίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πεθαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πεθαίνω < ἀπεθαίνω < αρχαία ελληνική ἀπέθανον, αόριστος του ἀποθνῄσκω[1] < ἀπό + θνῄσκω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

πεθαίνω, πρτ.: πέθαινα, αόρ.: πέθανα, μτχ.π.π.: πεθαμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. φεύγω από τη ζωή, σταματάνε όλες οι σωματικές λειτουργίες μου που χρειάζονται για τη στήριξη της ζωής
    ο ηθοποιός πέθανε από καρδιακή προσβολή
     αντώνυμα: ζω
  2. σταματάει η ύπαρξή μου
    δεν ξέρουμε πόσες ανθρώπινες γλώσσες πεθαίνουν κάθε χρόνο
  3. θέλω κάτι ή κάποιον πάρα πολύ, έχω έντονη επιθυμία
    η κοπέλα πεθαίνει για σένα, φαίνεται στα μάτια της πως σε αγαπά
  4. νιώθω μία δυσάρεστη αίσθηση που δύσκολα την αντέχω
    πριν την εγχείρηση πέθαινε από τον πόνο στο πόδι της, αλλά τώρα είναι μια χαρά

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές