δούλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 23: Γραμμή 23:
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|esclave}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 19:20, 2 Μαΐου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δούλα οι δούλες
      γενική της δούλας
    αιτιατική τη δούλα τις δούλες
     κλητική δούλα δούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δούλα < θηλυκό του δούλος

Ουσιαστικό

δούλα θηλυκό

  1. γυναίκα με την ιδιότητα του δούλου, σκλάβα
  2. (παρωχημένο) (λαϊκότροπο) η υπηρέτρια
    Πήγαμε στο αρχοντικό του Βερνάρδου• μας έστρωσαν οι δούλες τραπέζι. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού)

Εκφράσεις

  • η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά: η άξια νοικοκυρά, ενώ είναι κυρά στο σπίτι της, δουλεύει πολύ σκληρά (σαν να ήταν δούλα) για να διατηρεί το νοικοκυριό της σε άριστη κατάσταση


Μεταφράσεις