κωλοπετσωμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
==={{μετοχή|el}}=== |
==={{μετοχή|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
||
* έμπειρος απ' την ζωή που |
* έμπειρος απ' την ζωή και ικανός / έξυπνος που πετυχαίνει τις επιδιώξεις του |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 19:46, 2 Μαΐου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κωλοπετσωμένος < κωλ(ο-) + -ο- + πετσωμένος
Μετοχή
κωλοπετσωμένος
- έμπειρος απ' την ζωή και ικανός / έξυπνος που πετυχαίνει τις επιδιώξεις του
Μεταφράσεις
κωλοπετσωμένος
|