κωλοπετσωμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μορφοπ
Γραμμή 3: Γραμμή 3:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{π|κωλο-|3=κωλ(ο-)}} + [[-ο-]] + [[πετσωμένος]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{π|κωλο-}} + [[πετσωμένος]], {{μτχππ|πετσώνω|00=-}}


==={{μετοχή|el}}===
==={{μετοχή|el}}===

Αναθεώρηση της 22:28, 2 Μαΐου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κωλοπετσωμένος η κωλοπετσωμένη το κωλοπετσωμένο
      γενική του κωλοπετσωμένου της κωλοπετσωμένης του κωλοπετσωμένου
    αιτιατική τον κωλοπετσωμένο την κωλοπετσωμένη το κωλοπετσωμένο
     κλητική κωλοπετσωμένε κωλοπετσωμένη κωλοπετσωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κωλοπετσωμένοι οι κωλοπετσωμένες τα κωλοπετσωμένα
      γενική των κωλοπετσωμένων των κωλοπετσωμένων των κωλοπετσωμένων
    αιτιατική τους κωλοπετσωμένους τις κωλοπετσωμένες τα κωλοπετσωμένα
     κλητική κωλοπετσωμένοι κωλοπετσωμένες κωλοπετσωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κωλοπετσωμένος < κωλο- + πετσωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πετσώνω

Μετοχή

κωλοπετσωμένος

  • έμπειρος απ' την ζωή και ικανός / έξυπνος που πετυχαίνει τις επιδιώξεις του

Μεταφράσεις