συσκευή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
πληροφ device
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
# [[κατασκευή]] που αποτελείται από διάφορα επιμέρους [[εξάρτημα|εξαρτήματα]] ή [[μηχανισμός|μηχανισμούς]] και εκτελεί μια συγκεκριμένη [[λειτουργία]] ή [[εργασία]]
# [[κατασκευή]] που αποτελείται από διάφορα επιμέρους [[εξάρτημα|εξαρτήματα]] ή [[μηχανισμός|μηχανισμούς]] και εκτελεί μια συγκεκριμένη [[λειτουργία]] ή [[εργασία]]
# {{πληροφ}} είναι ηλεκτρονική κατασκευή, που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την [[κεντρική μονάδα επεξεργασίας]] ([[CPU]]) και την [[κεντρική μνήμη]] ενός [[ηλεκτρονικός υπολογιστής|ηλεκτρονικού υπολογιστή]] και παρέχει ή δέχεται [[δεδομένα]]
# {{πληροφ}} [[device]]: είναι ηλεκτρονική κατασκευή, που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την [[κεντρική μονάδα επεξεργασίας]] ([[CPU]]) και την [[κεντρική μνήμη]] ενός [[ηλεκτρονικός υπολογιστής|ηλεκτρονικού υπολογιστή]] και παρέχει ή δέχεται [[δεδομένα]]
#: Διακρίνονται σε [[συσκευή εισόδου|συσκευές εισόδου]], [[συσκευή εξόδου|εξόδου]], [[συσκευή εισόδου-εξόδου|εισόδου και εξόδου]] και [[περιφερειακή συσκευή|περιφερειακές συσκευές]]
#: Διακρίνονται σε [[συσκευή εισόδου|συσκευές εισόδου]], [[συσκευή εξόδου|εξόδου]], [[συσκευή εισόδου-εξόδου|εισόδου και εξόδου]] και [[περιφερειακή συσκευή|περιφερειακές συσκευές]]



Αναθεώρηση της 20:49, 3 Μαΐου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συσκευή οι συσκευές
      γενική της συσκευής των συσκευών
    αιτιατική τη συσκευή τις συσκευές
     κλητική συσκευή συσκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συσκευή < (ελληνιστική κοινήσυσκευή < σύν + σκευή ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) appareil)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

συσκευή θηλυκό

  1. κατασκευή που αποτελείται από διάφορα επιμέρους εξαρτήματα ή μηχανισμούς και εκτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία ή εργασία
  2. Πρότυπο:πληροφ device: είναι ηλεκτρονική κατασκευή, που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας (CPU) και την κεντρική μνήμη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή και παρέχει ή δέχεται δεδομένα
    Διακρίνονται σε συσκευές εισόδου, εξόδου, εισόδου και εξόδου και περιφερειακές συσκευές

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλίσ-'τιμή'

Ετυμολογία

συσκευή < σύν + σκευή

Ουσιαστικό

συσκευή θηλυκό

  1. ετοιμασία, προετοιμασία
  2. σκηνική κατασκευή, προετοιμασία για ανέβασμα θεατρικής παράστασης
  3. (μεταφορικά) δόλος, μηχανορραφία