συσκευή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
πληροφ device
Γραμμή 15: Γραμμή 15:
===={{πολυλεκτικοί όροι}}====
===={{πολυλεκτικοί όροι}}====
* [[συσκευή αποθήκευσης]]
* [[συσκευή αποθήκευσης]]
* [[συσκευή εισόδου]], [[συσκευή εισαγωγής]]
* [[τερματική συσκευή δεδομένων]]
* [[τερματική συσκευή δεδομένων]]



Αναθεώρηση της 21:45, 3 Μαΐου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συσκευή οι συσκευές
      γενική της συσκευής των συσκευών
    αιτιατική τη συσκευή τις συσκευές
     κλητική συσκευή συσκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συσκευή < (ελληνιστική κοινήσυσκευή < σύν + σκευή ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) appareil)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

συσκευή θηλυκό

  1. κατασκευή που αποτελείται από διάφορα επιμέρους εξαρτήματα ή μηχανισμούς και εκτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία ή εργασία
  2. Πρότυπο:πληροφ device: είναι ηλεκτρονική κατασκευή, που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας (CPU) και την κεντρική μνήμη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή και παρέχει ή δέχεται δεδομένα
    Διακρίνονται σε συσκευές εισόδου, εξόδου, εισόδου και εξόδου και περιφερειακές συσκευές

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλίσ-'τιμή'

Ετυμολογία

συσκευή < σύν + σκευή

Ουσιαστικό

συσκευή θηλυκό

  1. ετοιμασία, προετοιμασία
  2. σκηνική κατασκευή, προετοιμασία για ανέβασμα θεατρικής παράστασης
  3. (μεταφορικά) δόλος, μηχανορραφία