νέμω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση προτύπων |
|||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc|el|νέμω}} |
||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
Αναθεώρηση της 01:48, 4 Μαΐου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νέμω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νέμω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
νέμω, αόρ.: ένειμα, παθ.φωνή: νέμομαι, κυρίως σε σύνθετα ρήματα
- (αρχαιοπρεπές)[1]
- κατανέμω, διανέμω, μοιράζω
- Πρότυπο:νομ έχω στην κατοχή μου εκμεταλλεύομαι ένα πράγμα
- Πρότυπο:κακόσ εκμεταλλεύομαι με τρόπο παράνομο ή καταχρηστικό
Συγγενικά
Σύνθετα
και δείτε τα παράγωγά τους
Μεταφράσεις
νέμω
|
Αναφορές
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- νέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nem-
Ρήμα
νέμω
- διανέμω, μοιράζω
- απονέμω, προσφέρω
- έχω, κατέχω
- κατοικώ
- (μεταφορικά) κρίνω, νομίζω
- (αναφερόμενος σε ζώα) βόσκω
- (αναφερόμενος σε πόλη) καταστρέφω, καίω
Συγγενικά
σύνθετα:
άλλα: (και δείτε τα συγγενικά τους)
Κλίση
Πηγές
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)