πέτρωμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {απόδ |
μ ενημέρωση προτύπων |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
==={{ετυμολογία}} 1=== |
==={{ετυμολογία}} 1=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc-koi|el|πέτρωμα}} (πέτρινη μάζα), ''{{grc}}'': (λιθοβολισμός) < [[πετρόω]] / [[πετρῶ]], {{σμσδ|de|el|Gestein}} ή {{απόδ|fr|el|roche}}<ref>{{Β:ΛΚΝ}}</ref><ref>{{Β:Μπαμπινιώτης 2010}}</ref> |
||
===={{ουσιαστικό|el}}==== |
===={{ουσιαστικό|el}}==== |
Αναθεώρηση της 02:01, 4 Μαΐου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ετυμολογία 1
- πέτρωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πέτρωμα (πέτρινη μάζα), αρχαία ελληνικά: (λιθοβολισμός) < πετρόω / πετρῶ, (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Gestein ή (απόδοση) γαλλική roche[1][2]
Ουσιαστικό
πέτρωμα ουδέτερο
- Πρότυπο:γεωλογία ένα από τα υλικά από τα οποία αποτελείται ο στερεός φλοιός της Γης
- ιζηματογενή πετρώματα
- ηφαιστειογενή πετρώματα
Δείτε επίσης
- πέτρωμα στη Βικιπαίδεια (είδη πετρωμάτων)
Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
Ουσιαστικό
πέτρωμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πετρώνω, μετατροπή σε πέτρα ή σε κάτι πολύ σκληρό σαν πέτρα
- (μεταφορικά)
- μετατροπή σε πέτρινη μορφή
- το πέτρωμα που έφερνε η μορφή της Μέδουσας
- ακινητοποίηση από φόβο ή έκπληξη
- μετατροπή σε πέτρινη μορφή
Μεταφράσεις
πέτρωμα
Συγγενικά
Αναφορές
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)