άρση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
προσθήκη: συγγενική λέξη: «αίρω» |
→Μεταφράσεις: upbeat /ˈʌpbiːt/ noun (in music) an unaccented beat preceding an accented beat. adjectiveINFORMAL cheerful; optimistic. "he was upbeat about the company's future" Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 64: | Γραμμή 64: | ||
{{μτφ-αρχή|μουσικός όρος}} |
{{μτφ-αρχή|μουσικός όρος}} |
||
* {{en}} : λείπει μία λέξη, {{τ|en|upbeat}}, ''περίφραση'': unaccented beat |
|||
* {{fr}} : {{τ|fr|antécédent}} (''οργανική μουσική'') (''αντώνυμο'' : conséquent), {{τ|fr|arsis}} (''χορογραφία'') (''αντώνυμο'' : thesis), {{τ|fr|levé}} (''ορχήστρα'') (''αντώνυμο'' : battu)) |
* {{fr}} : {{τ|fr|antécédent}} (''οργανική μουσική'') (''αντώνυμο'' : conséquent), {{τ|fr|arsis}} (''χορογραφία'') (''αντώνυμο'' : thesis), {{τ|fr|levé}} (''ορχήστρα'') (''αντώνυμο'' : battu)) |
||
Αναθεώρηση της 17:57, 6 Μαΐου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άρση | οι | άρσεις |
γενική | της | άρσης* | των | άρσεων |
αιτιατική | την | άρση | τις | άρσεις |
κλητική | άρση | άρσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, άρσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- άρση < αρχαία ελληνική ἄρσις
Ουσιαστικό
άρση θηλυκό
- (λόγιο) το σήκωμα, η ανύψωση
- (μεταφορικά) η αναίρεση, η ακύρωση
- Πρότυπο:μουσ το μέρος του μέτρου που δεν τονίζεται
- Αντώνυμα θέση